«Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» καλοκαιρινή γιορτή, σχολικό έτος 2016-2017
Δεν είναι πολλά τα βιβλία που έχουν τη διάρκεια και την επίδραση που είχαν οι «Περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων» του συγγραφέα Λιούις Κάρολ. Το βιβλίο περιγράφει με λεπτή φαντασία και παιδικό αυθορμητισμό τις περιπέτειες ενός κοριτσιού, της Αλίκης, η οποία μετά την πτώση της σε μία κουνελότρυπα, περιπλανιέται σε ένα φανταστικό κόσμο.
Θα ζήσουμε κι εμείς σήμερα μία σειρά από περιπέτειες, παρέα, κάτω στην κουνελότρυπα, οι Αλίκες και οι Καπελάδες θα μας οδηγήσουν εκεί.
Μα σαν σε ξαφνική σιωπή… ακούν κούνελους ονείρου να περνάνε σε χώρα άγνωστη, καινούργια, θαυμαστή τους ακολουθούν και κανείς τους αν είν’ αλήθεια ή ψέμα δεν ρωτάει…
Οι κούνελοι, μετρούν την ώρα που περνάει και λένε πως «Είναι πολύ αργά! Θ’ αργήσω τρομερά!» Η ώρα περνά τικ-τακ, τικ-τακ και που και που ακούγεται ένα ξυπνητήρι να τους υπενθυμίζει πως είναι… πολύ αργά!
Μα ποιες είστε εσείς; αναρωτιούνται οι κάμπιες, βλέποντας τις Αλίκες να στέκονται μπροστά από το μανιτάρι τους. Σαστισμένες από τις περιπέτειες τους, δυσκολεύονται να θυμηθούν ποιες είναι και για μία ακόμη φορά αλλάζουν το μέγεθός τους, με τη βοήθεια του μανιταριού και καταφέρνουν να περάσουν από την μικροσκοπική πόρτα συνεχίζοντας το ταξίδι τους στις περιπέτειες και στη θαυμαστή αυτή χώρα.
Από την περιπέτειές μας δεν μπορούν να λείπουν οι καπελάδες, οι οποίοι συνοδεύουν τις Αλίκες στη συνάντησή τους με τον Γάτο του Τσεσάιρ, ο οποίος θα τους δώσει οδηγίες για το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν για να φύγουν από εκεί. Δεν τους νοιάζει που θα πάνε, αρκεί να φτάσουν κάπου… διαλέγουν δύο διαφορετικά μονοπάτια, το ένα τους οδηγεί στον Καπελά και το άλλο στο Μαρτιάτικο Λαγό… ακολουθώντας τα καταλήγουν σε ένα ξέφρενο πάρτι με τσάι.
Και τι καλύτερο για το τέλος, από έναν αγώνα κρίκετ. Λίγο διαφορετικό από ό,τι μπορεί να ξέρετε μέχρι τώρα. Σ’ αυτό το παιχνίδι συμμετέχουν σκαντζόχοιροι, αξιοθαύμαστοι αθλητές!
Καθόταν λοιπόν με τα μάτια κλειστά και σχεδόν μισοπιστεύοντας πως βρίσκονταν και οι ίδιοι στη χώρα των θαυμάτων… ήξεραν όμως πως δεν είχαν παρά να ανοίξουν τα μάτια κι όλα θα άλλαζαν